τάελ

τάελ
το, Ν
άκλ. νομισματική μονάδα τής Κίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. tael < μαλαισιακό tahil, μονάδα μετρήσεως βάρους πιθ. < tolā, λ. τής γλώσσας Χίντι < αρχ. ινδ. tulā «ισορροπία, βάρος, κλίμακα». Η λ., σε έναν τ. πληθ. τάελς μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”